- επισχεδιάζω
- ἐπισχεδιάζω (Α)λέγω ή ενεργώ κάτι πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία («ἐπισχεδιασμένα πάντα τῷ καιρῷ», Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισχεδιάσω — ἐπισχεδιάζω say aor subj act 1st sg ἐπισχεδιάζω say fut ind act 1st sg ἐπισχεδιάζω say aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισχεδιάσαντος — ἐπισχεδιάζω say aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)